Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

celle < θηλυκό του celui

  Αντωνυμία επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
celle celles

celle (fr)

  • (δεικτική αντωνυμία) αυτή