Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

causse < δημώδης λατινική °calcina < λατινική calx (στα γαλλικά chaux, ασβέστης)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
causse causses

causse (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία