Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cauldron cauldrons

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cauldron (en)

  1. καζάνι
  2. λέβητας

Άλλες μορφές επεξεργασία