Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός casual
συγκριτικός more casual
υπερθετικός most casual

  Επίθετο επεξεργασία

casual (en)

  • καθημερινός
    She usually wears casual clothes at work.
    Αυτή συνήθως φοράει καθημερινά ρούχα στη δουλειά.

  Πηγές επεξεργασία