cartilage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cartilage | cartilages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cartilage (fr) αρσενικό
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cartilage | cartilages |
cartilage (en) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
cartilage | cartilages |
cartilage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
cartilage | cartilages |
cartilage (en) αρσενικό