cartão de crédito
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cartão de crédito | cartões de crédito |
cartão de crédito (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cartão de crédito | cartões de crédito |
cartão de crédito (pt) θηλυκό