Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaʁ.dit/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cardite cardites

cardite (fr) θηλυκό