carcinoïde
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaʁ.si.nɔ.id/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
carcinoïde | carcinoïdes |
carcinoïde (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
carcinoïde | carcinoïdes |
carcinoïde (fr) αρσενικό ή θηλυκό