carcer
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- carcer < αρχαία ελληνική κάρκαρον (συγγενές τού ἕρκος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
carcer αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | carcer | carcerēs |
γενική | carceris | carcerum |
δοτική | carcerī | carceribus |
αιτιατική | carcerem | carcerēs |
κλητική | carcer | carcerēs |
αφαιρετική | carcere | carceribus |