Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kap.ti.vi.te/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
captivité captivités

captivité (fr) θηλυκό