canonique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- canonique < canon
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
canonique | canoniques |
canonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
canonique | canoniques |
canonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό