cancer
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cancer | cancers |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cancer (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, ιατρική) ο καρκίνος, ασθένεια, που οφείλεται σε κακοήθη όγκο, που σχηματίζεται από κύτταρα που πολλαπλασιάζονται ανώμαλα
- ↪ They are doing research on the causes of cancer.
- Κάνουν έρευνες για τα αίτια του καρκίνου.
- ↪ They are doing research on the causes of cancer.
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
cancer (fr)
- καρκίνος (η ασθένεια)