camera
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
camera | cameras |
Ουσιαστικό επεξεργασία
camera (en)
- η κάμερα, η φωτογραφική μηχανή
- ↪ You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
- Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
- ↪ It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
- Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε φλας στη μηχανή.
- ↪ You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
Πηγές επεξεργασία
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- camera < αρχαία ελληνική καμάρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
camera (la) θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | camera | camerae |
γενική | camerae | camerārum |
δοτική | camerae | camerīs |
αιτιατική | cameram | camerās |
κλητική | camera | camerae |
αφαιρετική | camerā | camerīs |