cambuse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cambuse | cambuses |
cambuse (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) αποθήκη τροφίμων
- (ειρωνικά) δωμάτιο, καμαράκι
ενικός | πληθυντικός |
cambuse | cambuses |
cambuse (fr) θηλυκό