Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
call calls

call (en)

  1. (μετρήσιμο) η τηλεφωνική κλήση, το τηλεφώνημα
    a telephone call - μια τηλεφωνική κλήση
    short-distance/long-distance call - αστική/υπεραστική κλήση
    The fire department received dozens of calls.
    Η πυροσβεστική πήρε δεκάδες κλήσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη telephone call
  2. η απόφαση
    It is your call.
    Η απόφαση είναι δική σου.
     συνώνυμα: decision
  3. η πρόσκληση, το κάλεσμα που απευθύνεται σε κάποιο για να συμμετάσχει σε μια κοινή εκδήλωση ή προσπάθεια
    He directed an open call to young people to turn out to the polls yesterday.
    Ανοιχτό κάλεσμα στους νέους να προσέλθουν στις κάλπες απηύθυνε χθες.
     συνώνυμα: invitation
  4. (πληροφορική) η κλήση, η ενέργεια της εκτέλεσης υποπρογράμματος ή συνάρτησης

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας call
γ΄ ενικό ενεστώτα calls
αόριστος called
παθητική μετοχή called
ενεργητική μετοχή calling

call (en)

  1. καλώ
  2. λέω, καλώ, αποκαλώ, ονομάζω, βγάζω, ονομάζω κάτι ή κάποιον με ένα συγκεκριμένο όνομα
    How are you called? (κυριολεκτική μετάφραση, → δείτε τη φράση what is your name?)
    Πώς σε λένε;
    He called me a liar/a thief.
    Με είπε ψεύτη/κλέφτη.
    What will you call the child?
    Πώς θα το βγάλετε το παιδί;
     συνώνυμα: name
  3. τηλεφωνώ, καλώ/παίρνω κάποιον στο τηλέφωνο
    I called you yesterday.
    Σου τηλεφώνησα χθες.
    I am calling you but you don’t pick up.
    Σε παίρνω τηλέφωνο αλλά δεν το σηκώνεις.
    For more information, call this number.
    Για περισσότερες πληροφορίες πάρτε αυτό το νούμερο.

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία