calibreur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
calibreur | calibreurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
calibreur (fr) αρσενικό
- μηχανή που κατατάσσει διάφορα προϊόντα κατά το μέγεθός τους
ενικός | πληθυντικός |
calibreur | calibreurs |
calibreur (fr) αρσενικό