Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɛ.sɛt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
caissette caissettes

caissette (fr) θηλυκό