cacique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cacique | caciques |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cacique (fr) αρσενικό
- ο αρχηγός φυλής των αλλοτινών κατοίκων της Κεντρικής Αμερικής
- προσωπικότητα με υψηλή [πολιτική ή διοικητική θέση
- αυτός που ήρθε πρώτος στον διαγωνισμό εισόδου στην École Normale Supérieure· (κατ’ επέκταση) αυτός που ήρθε πρώτος σε έναν διαγωνισμό