Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cachotterie < → δείτε τις λέξεις cachotter και -erie

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ʃɔ.tʁi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cachotterie cachotteries

cachotterie (fr) θηλυκό

  • (συνήθως στον πληθυντικό) μικρό μυστικό που χαίρεται κανείς να λέει ή να μεταδίδει