buy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | buy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buys |
αόριστος | bought |
παθητική μετοχή | bought |
ενεργητική μετοχή | buying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
buy (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αγοράζω, παίρνω, αποκτώ κάτι πληρώνοντας χρήματα για αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
- buyer
- Λήμματα με τον όρο 'buy' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'buy' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές επεξεργασία
- buy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 7, 643-644. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγοράζω, παίρνω