Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας buy
γ΄ ενικό ενεστώτα buys
αόριστος bought
παθητική μετοχή bought
ενεργητική μετοχή buying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ρήμα επεξεργασία

buy (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αγοράζω, παίρνω, αποκτώ κάτι πληρώνοντας χρήματα για αυτό
    I buy expensive/cheap/second-hand.
    Αγοράζω ακριβά/φθηνά/μεταχειρισμένα.
    I buy on credit/with cash.
    Αγοράζω επί πιστώσει/τοις μετρητοίς.
    I buy and pay by installments.
    Αγοράζω με δόσεις.
    I’ll buy a new car.
    Θα πάρω καινούργιο αυτοκίνητο.
     συνώνυμα:  get, purchase και take

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία