but
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
but (en) (χωρίς παραθετικά)
- (κυρίως λογοτεχνικό) δεν…παρά μόνο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
but | buts |
but (en)
- (συνήθως πληθυντικός) το αλλά
- ↪ I don’t want any buts!
- Να λείπουν τα αλλά!
- ↪ There always appears to be a but.
- Πάντα προβάλλει ένα αλλά.
- ↪ I don’t want any buts!
Σύνδεσμος επεξεργασία
but (en)
- αλλά, όμως, (και) ωστόσο, πάλι, μα, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει μια λέξη ή φράση σε αντίθεση με αυτήν που προφαναφέρθηκε
- ↪ The little house was old but well taken care of.
- Το σπιτάκι τους ήταν παλιό, αλλά νοικοκυρεμένο.
- ↪ Some like it but others don’t.
- Σε άλλους αρέσει σε άλλους πάλι δεν αρέσει.
- ↪ He’s wearing three shirts but he’s cold.
- Τρεις μπλούζες φοράει και πάλι κρυώνει.
- ↪ If you want, help him, but if you don’t, he won’t feel bad.
- Αν θέλεις, βοήθησέ τον, αλλά αν πάλι δε θέλεις, δε θα του κακοφανεί.
- ↪ He had a very hard time but, in the end, he got where he wanted.
- Δυσκολεύτηκε πολύ, μα στο τέλος έφτασε εκεί που ήθελε.
- ↪ The little house was old but well taken care of.
- παρά να, εκτός από (το να)
Πηγές επεξεργασία
- but (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- but (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- but (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- but (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 561. ISBN 9780194325684., λήμμα: μόνο(ν)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
but | buts |
but (fr) αρσενικό
- ο σκοπός
- (αθλητισμός) το γκολ
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
but (pl) αρσενικό