Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας burst out
γ΄ ενικό ενεστώτα bursts out
αόριστος burst out
παθητική μετοχή burst out
ενεργητική μετοχή bursting out

  Ετυμολογία επεξεργασία

burst out < ανάλυση του ourburst < → δείτε τις λέξεις burst και out

  Ρήμα επεξεργασία

burst out (en)

  Πηγές επεξεργασία