Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

burlesque < bourrelesque < (άμεσο δάνειο) ιταλική burlesco < burla, αστείο, χωρατό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /byʁ.lɛsk/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
burlesque burlesques

burlesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μπουρλέσκ
  2. (κατ’ επέκταση) τελείως γελοίος και παράλογος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
burlesque burlesques

burlesque (fr) αρσενικό

  1. η ιδιότητα του μπουρλέσκ
  2. είδος κινηματογράφου που χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλών αλληλοδιαδεχόμενων κωμικών σκηνών

Συγγενικά επεξεργασία