burĝono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- burĝono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | burĝono | burĝonoj |
αιτιατική | burĝonon | burĝonojn |
burĝono (eo)
- (βοτανική) το μπουμπούκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | burĝono | burĝonoj |
αιτιατική | burĝonon | burĝonojn |
burĝono (eo)