bulko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bulko < ρωσικά булка (boulka).
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bulko | bulkoj |
αιτιατική | bulkon | bulkojn |
bulko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bulko | bulkoj |
αιτιατική | bulkon | bulkojn |
bulko (eo)