buffeting
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
buffeting (en)
- το να χτυπώ επαναληπτικά-ασταμάτητα-καταιγιστικα-αλληλουχικά με οτιδήποτε (και μεταφορικά)
- σφαλιαροκαταιγισμός, τσουνάμι από μάπες
- (αεροπορικός όρος) αναταράξεις σε πτήση
buffeting (en)