bubo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bubo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bubo | buboj |
αιτιατική | bubon | bubojn |
bubo (eo)
- το αλάνι, το παλιόπαιδο
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bubo (la) αρσενικό, γενική: būbōnis