Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
broutage broutages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

broutage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη brouter