brossette
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- brossette < brosse
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
brossette | brossettes |
brossette (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
brossette | brossettes |
brossette (fr) θηλυκό