brisk
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | brisk |
συγκριτικός | brisker / more brisk |
υπερθετικός | briskest / most brisk |
brisk (en)
- ζωηρός, ενεργητικός
- ↪ brisk walking - ζωηρό βάδισμα
Ρήμα επεξεργασία
brisk (en)
Σύνθετα επεξεργασία
Αλβανικά (sq) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
brisk (sq)
- το ξυράφι