Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
breather breathers

  Ετυμολογία επεξεργασία

breather < breathe + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

breather (en) (ανεπίσημο)

  • η ανάσα, η ανάπαυλα
    Let me take a breather.
    Άσε με να πάρω μια ανάσα.
    I am having/taking a breather.
    Κάνω μια ανάπαυλα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pause

  Πηγές επεξεργασία