branché
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- branché < brancher
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
branché | branchés |
branché (fr)
Δείτε επίσης : Branche, branche |
ενικός | πληθυντικός |
branché | branchés |
branché (fr)