Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /brak/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

brak (pl) αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
  • πολλές φορές χρησιμοποιείται χωρίς το αντίστοιχο υπάρχω
    na parkingu (jest) brak wolnych miejsc - στο πάρκινγκ υπάρχει έλλειψη ελεύθερων θέσεων

Συγγενικά επεξεργασία