brak
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
brak (pl) αρσενικό
- η έλλειψη, το να μην υπάρχει κάτι
Σημειώσεις επεξεργασία
- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
- πολλές φορές χρησιμοποιείται χωρίς το αντίστοιχο υπάρχω
- ↪ na parkingu (jest) brak wolnych miejsc - στο πάρκινγκ υπάρχει έλλειψη ελεύθερων θέσεων