Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

bracing (en)

  1. τονωτικός, αναζωογονητικός
    a bracing trip to the Greek islands

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bracing (en)

  1. κατασκευή για την πλευρική ενίσχυση των τοιχωμάτων ενός κτηρίου

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

bracing (en)