bracing
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
bracing (en)
- τονωτικός, αναζωογονητικός
- a bracing trip to the Greek islands
Ουσιαστικό επεξεργασία
bracing (en)
- κατασκευή για την πλευρική ενίσχυση των τοιχωμάτων ενός κτηρίου
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
bracing (en)