Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός boring
συγκριτικός more boring
υπερθετικός most boring

boring (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

boring (en)

  1. όρυγμα, τρύπα
  2. θραύσμα ή κομματάκι που προκύπτει όταν ανοίγουμε μια τρύπα

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

boring (en)

  Πηγές επεξεργασία