bopatro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bopatro | bopatroj |
αιτιατική | bopatron | bopatrojn |
bopatro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bopatro | bopatroj |
αιτιατική | bopatron | bopatrojn |
bopatro (eo)