Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
blueberry blueberries

  Ετυμολογία επεξεργασία

blueberry < blue + berry

  Ουσιαστικό επεξεργασία

blueberry (en)

  1. (φυτό) το μύρτιλο, το φυτό
  2. (φρούτο) το μύρτιλο, ο καρπός

  Πηγές επεξεργασία