Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bloodletting (en)

  1. η αφαίμαξη, η παραδοσιακή ιατρική πρακτική για να φύγει το "κακό" αίμα
     συνώνυμα: exsanguination (βλέπε και phlebotomy)
  2. (κατ’ επέκταση) η μείωση οποιουδήποτε πόρου (πχ η μείωση του προσωπικού μιας επιχείρησης)
  3. η αιματοχυσία, πχ σ' έναν πόλεμο
    Canada’s annual seal hunt is denounces as a cruel slaughter and blood-letting of hundreds of thousands of baby seals
    bloodshed