Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
blatte blattes

blatte (fr) θηλυκό



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

blatte (it)

  1. (εντομολογία) κοινή ονομασία για την blattodea (κατσαρίδα)