bivako
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bivako < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bivako | bivakoj |
αιτιατική | bivakon | bivakojn |
bivako (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bivako | bivakoj |
αιτιατική | bivakon | bivakojn |
bivako (eo)