Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bioprospecting < bio- (<αρχαία ελληνική βίος) + prospecting (<prospect)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bioprospecting (en)

  1. (βιολογία) η έρευνα για τη δημιουργία φαρμακευτικών (ή άλλων) προϊόντων από φυτά ή μικροοργανισμούς
  2. (βιολογία) βιοπειρατεία