bioprospecting
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bioprospecting < bio- (<αρχαία ελληνική βίος) + prospecting (<prospect)
Ουσιαστικό επεξεργασία
bioprospecting (en)
- (βιολογία) η έρευνα για τη δημιουργία φαρμακευτικών (ή άλλων) προϊόντων από φυτά ή μικροοργανισμούς
- (βιολογία) βιοπειρατεία