biochimique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bjɔ.ʃi.mik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
biochimique | biochimiques |
biochimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
biochimique | biochimiques |
biochimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό