bimétallique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bi.me.ta.lik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bimétallique | bimétalliques |
bimétallique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
bimétallique | bimétalliques |
bimétallique (fr) αρσενικό ή θηλυκό