bigamio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bigamio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bigamio | bigamioj |
αιτιατική | bigamion | bigamiojn |
bigamio (eo)
- η διγαμία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bigamio | bigamioj |
αιτιατική | bigamion | bigamiojn |
bigamio (eo)