big-headed
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | big-headed |
συγκριτικός | more big-headed |
υπερθετικός | most big-headed |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
big-headed (en)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- big-headed - Cambridge Dictionary online