biface
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
biface | bifaces |
biface (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
biface | bifaces |
biface (fr) αρσενικό
- προϊστορικό εργαλείο που χρησίμευε σαν μαχαίρι
ενικός | πληθυντικός |
biface | bifaces |
biface (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
biface | bifaces |
biface (fr) αρσενικό