bide
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | bide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bides |
αόριστος | bode, bided |
παθητική μετοχή | bidden, bided |
ενεργητική μετοχή | biding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
bide (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- Παρωχημένο, εκτός από την έκφραση bide one's time. Αντ' αυτού χρησιμοποιείται το ρήμα abide
Βασκικά (eu) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bide (eu)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bide | bides |
bide (fr) αρσενικό