bero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bero | beroj |
αιτιατική | beron | berojn |
bero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bero | beroj |
αιτιατική | beron | berojn |
bero (eo)