Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

benighted (en)

  1. που βρίσκεται στο σκοτάδι
  2. νυχτωμένος
  3. (μεταφορικά) αμόρφωτος, χωρίς πνευματικές ανησυχίες