Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

benevolência < από το λατινικό benevolentia
ενικός πληθυντικός
benevolência benevolências

  Ουσιαστικό επεξεργασία

benevolência (pt) θηλυκό